- Φωκίωνα
- Φωκίωνbirdmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Αθηνόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τρεις Πελοποννήσιοι αγαλματοποιοί, που άκμασαν τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ο πρώτος καταγόταν από την Αχαΐα και κατασκεύαζε χάλκινα αναθήματα στην Ολυμπία, ο δεύτερος και ο τρίτος από την Αρκαδία και φιλοτεχνούσαν… … Dictionary of Greek
Ανδροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Φίντα, βασιλιάς των Μεσσηνίων (8ος αι. π.Χ.). Βασίλεψε μαζί με τον αδελφό του Αντίοχο το 760 π.Χ. Όταν οι Σπαρτιάτες απείλησαν τους Μεσσηνίους με πόλεμο, εάν δεν τους παρέδιδαν τον Μεσσήνιο ολυμπιονίκη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ζηνάς — (3ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Σώζονται δύο έργα του, προτομές, στο μουσείο του Βατικανού, εκ των οποίων η μία εικονίζει τον Φωκίωνα. Ορισμένοι ταυτίζουν τον Ζ. με τον σύγχρονο ομότεχνό του Ζήνωνα από την Αφροδισιάδα της Μικράς Ασίας … Dictionary of Greek
Ηγήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θάσιος (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής και ηθοποιός της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Ονομάστηκε εφευρέτης της παρωδίας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε ως ιδιαίτερη λογοτεχνική μορφή με… … Dictionary of Greek
Καλλιμέδων — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γνωστός με το όνομα Κάραβον, εξαιτίας της προτίμησής του για τις καραβίδες. Ήταν αρχηγός της φιλομακεδονικής μερίδας και αντίπαλος του Δημοσθένη. Στην εξέγερση που εκδηλώθηκε μετά τον θάνατο του Μεγάλου… … Dictionary of Greek